φτωχούτσικος, -η

φτωχούτσικος, -η
φτωχούτσικος, -η και -ια, -ο επίρρ.
1. ο σχετικά φτωχός, ο φτωχούλης.
2. (ειρωνικά), ο αρκετά εύπορος: Οι εφοπλιστές είναι φτωχούτσικοι οι καημένοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φτωχούτσικος — η, ο, Ν υποκορ. σχετικά φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • μωροπτωχός — μωροπτωχός, ή, όν (Μ) λίγο φτωχός, φτωχούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + πτωχός] …   Dictionary of Greek

  • φτωχούλικος — η, ο, Ν [φτωχούλης] φτωχούτσικος …   Dictionary of Greek

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”